ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ


          

Αν σας δινόταν η επιλογή ανάμεσα σε ανθρώπους που σιγά σιγά , με έναν μοναδικό δικό τους τρόπο, χωρίς εσείς καν να το συνειδητοποιήσετε ερχόντουσαν στην ζωή σας, και τώρα μόνο που το σκέφτεστε ξέρετε πως σας κάνουν να γελάτε, πλέον είναι δίπλα σας στα δύσκολα, τώρα πια τα βράδια σας τους σκέφτεστε πριν κοιμηθείτε, όταν βρίσκεστε μαζί τους έστω και απλώς στον ίδιο χώρο νιώθετε λίγο πιο γεμάτοι, νιώθετε λίγο πιο ολοκληρωμένοι. Και με τον ίδιο αυτόν δικό τους τρόπο μπαίνουν και στην καρδιά σας τόσο ήσυχα και αθόρυβα που σαν να ξυπνάτε από κάποιο όνειρο μια μέρα καταλαβαίνετε πόσο σημαντικοί είναι για εσάς , πόσο πολύ τους χρειάζεστε διπλά σας για να περπατήσετε η ακόμα καλυτέρα να πούμε πως τώρα ξαφνικά γνωρίζετε πόσο πολύ τους έχετε ερωτευθεί.
Η να διαλέξετε ανάμεσα σε ανθρώπους που έρχονται σαν σίφουνες και ταράζουν την ζωή σας από την πρώτη στιγμή, το πρώτο τους βλέμμα. Σας κάνουν να νιώθετε πως όλο το σύμπαν και η ισορροπία του διαταράχθηκαν Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ο κόσμος ολόκληρος ξαφνικά άλλαξε κατεύθυνση , λες και αυτός ο άνθρωπος είναι το τελευταίο κομμάτι από το παζλ και μόλις μπήκε στην θέση του άλλαξε ολόκληρη την εικόνα μπροστά στα μάτια σας. Ανθρώπους που σας ενθουσίασαν από την πρώτη τους ματιά και δεν χωράει καμία αμφιβολία στο μυαλό σας πλέον πως είναι έρωτας αυτό το σφίξιμο που σχεδόν σας πνίγει στο στομάχι και το στήθος σας, το σφίξιμο που νιώσατε  μόλις οι ματιές σας συναντήθηκαν. Και σαν το μεγαλύτερο μάγο που περπάτησε ποτέ ανάμεσα μας σε αυτό τον κόσμο κατάφερες εσύ να γίνεις και τα δυο, σαν επίτηδες να μην ήθελες να μου αφήσεις καμία επιλογή. Καθόσουν εκεί αθόρυβα τόσα χρόνια και περίμενες, έχτιζες, και εγώ μόνο τώρα καταλαβαίνω πόσο αφελής ήμουν που δεν είχα καν διανοηθεί πόσο κοντά μου είχες φτάσει. Αναπνέαμε τον ίδιο αέρα και εγώ ακόμα δεν σε είχα δει.
Είχες φτιάξει στο μυαλό μου και στην καρδιά μου ένα έδαφος ειδικά έτοιμο για να σε δεχθεί , εσένα και μόνο. Με είχες καταστήσει παντελώς ανήμπορη να σου αρνηθώ η να αντιταχθώ στα οσία έπονταν. Και μέσα σε μια βραδιά, μέσα σε μια στιγμή μπήκες ξαφνικά σαν σίφουνας μέσα στην ζωή μου και τα διέλυσες όλα. Παρέσυρες καθετί που με κόπο είχα βάλει σε σειρά , σε έναν δικό σου χείμαρρο και κατάφερες να τα θολώσεις όλα. Έρωτας, πάθος, έλξη, θυμός, ενοχή, ντροπή, αγάπη, μίσος, όλα ξαφνικά έβραζαν στην ίδια φωτιά και όλα φωνάζαν εσένα. Μέσα σε ένα λεπτό,με ένα μόνο βλέμμα σου έγινες το μοναδικό άτομο στον κόσμο. Τάραξες όλες μου τις σκέψεις, οτιδήποτε μέχρι εκείνη την στιγμή είχα σίγουρο για μένα η για την ζωή που ζουσα.Και όμως, στην πραγματικότητα ήσουν εκεί ανέκαθεν. Ευτυχώς που δεν σε ερωτεύτηκα , και ένας ένας ο λόγος αποκαλυπτόταν με την σειρά.



Κεφαλαιο πρωτο.
                                      ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΟΜΟΡΦΟΣ

 Θυμάμαι πόσο πολύ γέλασαν γνωστοί και φίλοι όταν πρώτη φορά τόλμησα να ξεστομίσω πως κάτι περίεργο ένιωθα πλέον κάθε φορά που σε κοιτούσα σαν να γύριζε η γή λίγο πιο γρήγορα μέχρι να έρθεις να μου μιλήσεις και μετά πάγωνε ο χρόνος εκεί. Γέλασαν και τόνισαν πόσο δεν είσαι όμορφος, πόσο δεν είχες καμία γοητεία. Και είχαν δίκιο, το ξέρω τώρα το βλέπω καθαρά. Ήσουν και είσαι πραγματικά ένας άσχημος άνθρωπος.
 Και ας είχες ένα τόσο όμορφο και λαμπερό χαμόγελο που κάθε φορά που κοιτούσα σαν αντανακλαστικό γέλαγα και εγώ μαζί σου, όλη μου η διάθεση άλλαζε μέσα σε μια τόση δα στιγμή και χαμογελούσα τόσο έντονα, τόσο αληθινά! Και ας είχες και αυτά τα ωραία μπλέ έντονα μάτια που ειλικρινά με μάγευαν. Μπορούσα να χαθώ ώρες στα μάτια σου να σε κοιτάω και να σε ακούω να μου μιλάς. Τα έχω φέρει ακόμα τώρα μια τελευταία φορά στο μυαλό μου, τόσο όμορφα, τόσο λαμπερά , τόσο ξεχωριστά. Μόνο αυτά μπορούσαν να σου τάξουν τον κόσμο ολόκληρο, να σε γεμίσουν υποσχέσεις, να σε μαγέψουν και να σε οδηγήσουν σε ταξίδια μακρινά, σε πανέμορφους τόπους που ποτέ κανείς δεν έχει φτάσει. Και ας φορούσες και εκείνο το μαύρο πουκάμισο που σου τόνιζε τις πλάτες και το στήθος, και τα αγκάλιαζε τόσο όμορφα και σφιχτά. Κάθε φορά που το έβλεπα με έκανε να θέλω να στο βγάλω να είμαι εγώ αυτή που θα αγκάλιαζε όλο σου το κορμί.
 Φορούσες και εκείνο το υπέροχο άρωμα , γέμιζε τον χώρο και με μεθούσε περισσότερο από κάθε ουσία που έχει εφεύρει ποτέ ο άνθρωπος το δικό σου άρωμα πάνω στο απαλό σου δέρμα ήταν καλύτερο. Καλύτερο από οτιδήποτε θα μπορούσα να επιλέξω, ήταν το δικό μου ναρκωτικό.


Κεφάλαιο δεύτερο.

                                ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΞΥΠΝΟΣ
 Κοιτούσες μόνιμα αυτόν τον κόσμο με ένα απλανές βλέμμα δηλώνοντας χωρίς ίχνος ντροπής οτι δεν τον καταννοούσες, ζητούσες συνεχώς να σου επαναλάβουν ξανά και ξανά τα όσα ειπώθηκαν επειδή δεν καταλάβαινες, Δεν το έκρυβες πως ο κόσμος ήταν πολύ περίπλοκος για το δικό σου μυαλό. Και όλοι το πίστευαν, όμως κάθε φορά που ένας άνθρωπος έμπαινε εσύ από μία εικόνα του ήξερες τι άνθρωπος ήταν, τι ήθελε, τι του άρεσε, απο τις κινήσεις του μόνο ήξερες τι έπρεπε να ακούσει για να τον κερδίσεις.
 Οτιδήποτε συνέβαινε εσύ το ήξερες ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι το αγνοούσαν. Με το που ερχόμουν μέσα στον χώρο ήξερες αν είμαι χαρούμενη, λυπημένη, αγχωμένη κ.α. Ήξερες πότε σε ήθελα απεγνωσμένα και πότε απλώς δεν ασχολούμουν . Ένα μυαλό μαγευτικό που σε κρατούσε διαρκώς σε εγρήγορση με τα ατελείωτα παιχνίδια του. Είχα μείνει έκπληκτη με τα πόσα μπορούσες να καταφέρεις απλώς χρησιμοποιώντας το μυαλό σου , όλος ο κόσμος ένα παιχνίδι και οι άνθρωποι στα μάτια σου μπροστά απλώς μερικά πούλια. Δεν σταματούσες ποτέ, αυτό το μυαλό δεν κοιμόταν ποτέ, δεν γινόταν να παρασυρθείς να σε κοροιδέψει κανείς , εσύ μόνο επέλεγες πότε θα αφεθείς. Όμως είχες πείσει όλο τον κόσμο πως απλώς δεν ήσουν έξυπνος.


Κεφάλαιο τρία.

                                     ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΠΑΘΟΣ

Μονίμως πιωμένος, με αυτό το απλανές βλέμμα που ήδη ανέφερα, ένα μικρό ανθρωπάκι που δεν το έπιανε το μάτι σου. Πως θα μπορούσε ποτέ αυτός ο άνθρωπος να έχει έστω νιώσει τι είναι πάθος. Ένας ανέραστος άνθρωπος, όλοι αυτό θα έλεγαν . Όμως τώρα που κάθομαι και τα γραφώ όλα αυτά σε θυμάμαι να έρχεσαι προς το μέρος μου, να πλέκεις τα δάχτυλα σου στα μαλλιά μου και να με χαϊδεύεις, όλο το σώμα σου να έρχεται να κολλάει πάνω στο δικό μου να με κοιτάς με αυτά τα μάτια και να με αφήνεις καθηλωμένη στην στιγμή, Ο χώρος να μυρίζει το άρωμα σου και να έχει ταξιδέψει την λογική μου σε μέρη πολύ μακρινά. Και έτσι όπως με κοιτούσες απροσδόκητα να με φιλάς με τόση ένταση, τόσο πάθος. Ξαφνικά με σπρώχνεις πάνω στον τοίχο, έχει κολλήσει το κορμί σου πάνω μου και κρατώντας με σφιχτά από την μέση και πίσω από τον λαιμό να έχεις καταφέρει να με κάνεις να μην θέλω να με αφήσεις ούτε λεπτό, να μην θέλω να σταματήσεις ούτε λεπτό. Αυτή την στιγμή για μένα δεν υπάρχει κανένας άλλος πουθενά. «Σε θέλω». Κάθε κύτταρο του σώματος μου σε ζητά απεγνωσμένα, Έχω την ανάγκη να σε νιώσω, να σε αγγίξω, να σε φιλήσω, να σε ικανοποιήσω. Και τότε σταματάς, στέκεσαι και με κοιτάς για δευτερόλεπτα, με τα χέρια σου σπρώχνεις τα μαλλιά μου πίσω και μου λές «Είσαι τόσο όμορφη.». Απορώ γιατί τώρα να σκεφτόσουν αυτό αλλά συνεχίζω. Τώρα τραβιέσαι λίγο πιο πέρα και μου λές « Όχι, δεν με κατάλαβες είσαι πανέμορφη» και αυτή την φορά ακουμπάς το χέρι σου στην θέση της καρδιάς μου. Τότε κατάλαβα τι εννοούσες, στέκομαι πλέον σαστισμένη, δεν νομίζω πως έχω ξανακούσει κάτι τόσο όμορφο. Σε πιάνω απο την μπλούζα και σε τραβάω ξανά πάνω μου, σε φιλάω σαν να μην υπάρχει πια ούτε κόσμος, ούτε χρόνος, ούτε καμία άλλη έννοια. Κατεβαίνεις στο λαιμό με φιλάς απαλά σε όλα τα σωστά σημεία. Το μυαλό μου έχει θολώσει τελείως, το κορμί μου έχει ανατριχιάσει ολόκληρο, είμαι δίκη σου.

Κεφάλαιο τέταρτο.

                  ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΚΑΛΑ

 Τόσο εγωιστής Θεέ μου. Συνεχώς ο δίκος σου εαυτός, το έβλεπαν όλοι, σε ένοιαζε το εγώ σου και πως μπορούσες να το βολέψεις καλύτερα. Ήταν όμως κάτι βράδια που με έβλεπες κάπως θλιμμένη και τότε εσύ ο κύριος «εγώ» άφηνες την διασκέδαση σου, την παρέα σου, το εγώ σου, και ερχόσουν σε εμένα απλώς και μόνο,επειδή εκείνη την στιγμή σε ενδιέφερε που ΕΓΏ δεν ήμουν καλά. Είχες ακόμα καθίσει κάποιες φορές όταν όλοι οι άλλοι είχαν φύγει μόνος μαζί μου να μου μιλάς με τις ώρες για το τι συμβαίνει μέσα στο μικρό μου μυαλό και πως μπορούν όλα να διορθωθούν, Βυθισμένη στα προβλήματα μου όλοι οι άλλοι σιωπηλοί ως ένδειξη σεβασμού και εσύ εκεί να μου φωνάζεις « Γέλα! Η ζωή δεν είναι ωραία αν δεν μπορείς να γελάς με όλα». Σε είχα δεί να σκύβεις το κεφάλι για να περάσουν οι άλλοι καλά και μετά να κάθεσαι σε μία γωνία να τους παρατηρείς πως γελούσαν και μιλούσαν και έτσι αυθόρμητα όπως τους χάζευες να χαμογελάς και εσύ.


Κεφάλαιο πέμπτο.

                                      ΔΕΝ ΛΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

 Γελαστός και ύπουλος με όλους. Είχες την κοπέλα σου και κοιτούσες τα πάντα. Ο ορισμός του ψεύτη, του υποκριτή.
 Ψέμα 1. Κάτι που λέγεται και δεν είναι αλήθεια, η συνειδητή απόκρυψη η παραποίηση της αληθείας.
 Εσύ άλλωστε την γνωρίζεις καλά αυτή την έννοια. Άλλωστε απορούσαν όλοι εάν ποτέ στην ζωή σου είχες πεί την αλήθεια. Σαν να λειτουργούσες σε όλα εναντίον μου, σε εμένα ήσουν πάντοτε ειλικρινής. Πολλές φορές ακόμα με πλήγωνες, όμως πάντοτε ειλικρινής. Ένα βράδυ μου είχες πεί «Ότι σου λέω το εννοώ, το θέλω, το πιστεύω, η ζωή όμως αλλάζει, μεταβάλλεται συνεχώς μπορεί αύριο να μην θέλω τα ίδια πράγματα με σήμερα. Όμως αυτό δεν θα αναιρέσει ποτέ το πόσο σε θέλω σήμερα.». Πάντα αλήθειες, όμορφες και άσχημες, δεν μου άφησες ποτέ το περιθώριο να σε μισήσω για τα λάθη σου.

Κεφάλαιο έκτο.

                                          ΕΙΣΑΙ ΔΕΙΛΟΣ

 Όλο λόγια και εσύ να στέκεσαι να κομπάζεις γιατί είχες δαμάσει την ζωή. Έκανες αυτό που ήθελες , όπως ήθελες, όποτε ήθελες. Όμως ήσουν πραγματικά δειλός. Φοβόσουν την ίδια την ζωή μα πάνω από όλα τον εαυτό σου.  Είχες βάλει καστράκια παντού γύρω σου να σου θέτουν όρια προκειμένου να μπορείς να ελέγξεις το θηρίο που έκρυβες μέσα σου. Μιλούσες για ελευθερία , ανεξαρτησία, ιδεολογίες και πεποιθήσεις όταν εσύ ζούσες μια συμβατική ζωή επειδή δεν τολμούσες να ζήσεις αυτά που ήθελες. Άλλο ένα χαρακτηριστικό σου που όλοι βλέπανε και συζητούσαν. Δειλός, λιγόψυχος, όμως μαζί μου καθόσουν συνέχεια μέχρι να βγεί ο ήλιος και να μας βγάλει από τα σκοτάδια μας εκεί όπου πιά δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε από την πραγματικότητα της ζωής μας. Και ας ήξερες πως έδινες δικαιώματα, πως εκείνη πλέον είχε καταλάβει. Μέσα σε ένα γεματο μαγαζί καθόσουν και μιλούσες μόνο μαζί μου, με φιλούσες μπροστά σε όλους, με κρατούσες αγκαλιά και όταν μιλούσες με άλλον μου κρατούσες ταυτόγχρονα το χέρι η με χάιδευες. Γιατί μαζί μου δεν ήσουν δειλός , ούτε αυτό.

Κεφάλαιο έβδομο.

                                  ΔΕΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΣ

 Για κάποιο λόγο που ποτέ δεν μπόρεσα να καταννοήσω απόλυτα ήξερες ποιά ήμουν από την πρώτη μέρα. Με είδες και σαν να διαγράφηκε στο πρόσωπο μου όλος μου ο χαρακτήρας. Και από εκείνη την πρώτη στιγμή ήξερες και ας άργησες πολύ να μου το εξηγήσεις και εμένα. Είμαστε ίδιοι. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σκεφτόμαστε το ίδιο, φοβόμαστε τα ίδια, έχουμε τις ίδιες ανασφάλειες και επιθυμούμε τα ίδια πράγματα. Σαν δύο θηρία κλειστήκαμε στο ίδιο κλουβί και κατασπαράζαμε ο ένας τις σάρκες του άλλου γιατί ξέραμε ότι βασιλιάς υπάρχει μόνο ένας. Σε θύμωνε τόσο πολύ που ήξερες πως δεν μπορούσες να μου κρυφτείς όπως και εγώ πότε δεν άντεχα να σε βλέπω όταν ήμουν λάθος γιατί εσύ το ήξερες πρίν καν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου. Γιατί είδες σε εμένα εσένα. Η μόνη μας διαφορά ότι εσύ είχες συμφιλιωθεί με το χάος σου αφού το είχες αφήσει να σε κερδίσει ενώ εμένα με έβλεπες συνεχώς να παλεύω. Και ίσως για αυτό πάντα να δίναμε ο ένας στον άλλον άφεση αμαρτιών.


Κεφάλαιο όγδοο.

               ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΗΚΕΣ ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

 Όποτε βαριόσουν έπαιζες παιχνίδια με τα μυαλά των γύρω σου για να δημιουργήσεις ίντριγκες και δράματα με σκοπό την δική σου διασκέδαση. Στο είχα πεί ενα βράδυ «Είσαι η χειρότερη έκδοση του εαυτού μου.» και δυστυχώς ξέρω πόσο σε ενόχλησαν αυτά τα λόγια. Γιατί για εμένα προσπάθησες. Δεν ήθελες ούτε καν εγώ να το ξέρω αλλά σε έβλεπα. Τις φορές που έδιωξες τους ενοχλητικούς, τις φορές που άλλαξες τις απόψεις για εμένα και όλες τις φορές που με προστάτευσες από εσένα. Πόσες φορές στεκόσουν με κοιτούσες με αυτά τα μάτια και μου έλεγες « Όλα καλά;». Και ήταν ειλικρινές, απόλυτα ειλικρινές ενδιαφέρον. Σε μια γιορτή φίλης είχα φτάσει νωρίτερα και σου είχα ζητήσει να της πείς χρόνια πολλά μόλις έφτανε και εκείνη. Η  απάντηση σου «Γιατί; Υποχρεωμένος είμαι;». Όμως μόλις εκείνη έφτασε της ευχήθηκες γεμάτος ευγένεια και χαμόγελο και γύρισες στο τέλος και με κοίταξες που σου γελούσα. Γιατί ήσουν κακός μέχρι κάποιος να καταλάβει πόσο καλός ήσουν.



Κεφάλαιο ένατο.

                      ΔΕΝ ΝΟΙΑΣΤΗΚΕΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΕ ΕΧΕΙΣ


 Πότης, γυναικάς, ψεύτης. Ο άνδρας της μίας βραδιάς. Πολλά βράδια έξω από το σπίτι και πάντα με άλλη. Στην συλλογή σου ήμουν η χίλια και μία. Και πέρα από την γυναίκα το ήξεραν όλοι. Όμως εμείς περάσαμε πολλά βράδια και ήμουν μόνο μία. Έτυχε λέγαμε, δεν είχες βρεί ακόμα τον επόμενο στόχο σου. Τόνιζες πάντοτε την ελευθερία που υπήρχε στο μεταξύ μας. Μέχρι που είδες ότι το ήξερα πως ήμουν ελεύθερη και το εκμεταλλευόμουν. Και τότε θύμωσες. Θυμάμαι πάνω στα νεύρα σου να μου λές «Γιατί σε θέλω μόνο για εμένα.». Σαν τουβλάκια απο ντόμινο πέφτουν όλα στην σειρά, πρώτα ο κανόνας της μίας βραδιάς, ακουλούθησε ο κανόνας «δεν με ενδιαφέρεις», συνέχισε με τον κανόνα του «μπορείς να κάνεις ότι θες, μεταξύ μας δεν υπάρχει κάτι.». Και η σειρά δεν τελείωσε εδώ. Έκανες πλέον αφελείς κινήσεις, μου φώναζες μπροστά σε όλους, έβαλες όρια σε δικά σου άτομα, έχασες πολλές φορές την μάχη μέσα σου για να μην μου δείξεις ποτέ οτι ζηλεύεις. Είχες φτάσει σε σημείο να μου το λες. Και πέρασε τόσος καιρός και εκεί που όλα ήταν τελειωμένα πάλι έτσι στα ξαφνικά θύμωσες με άλλον που τόλμησε και με πλησίασε και χωρίς πολύ σκέψη μου είπες οτι καμία άλλη δεν σε γέμισε όπως εγώ.


Κεφάλαιο δέκατο.

 Και τώρα ας περάσουμε στο δέκα. Στο σήμερα μας. Ο λόγος που δεν σε ερωτεύτηκα. Εσύ με έκανες να σκέφτομαι με γνώμονα την λογική, πιο κυνικά, πιο ρεαλιστικά. Και σήμερα πλέον το βλέπω καθαρά. Εσύ μου πήρες αυτή την γλυκιά αθωότητα που κρύβουμε όλοι κάπου μέσα μας. Και μου λείπει ειλικρινά εκείνο το κορίτσι που ήταν γεμάτο όνειρα, πεπεισμένο ότι θα κατακτήσει τον κόσμο, που ήλπιζε και πίστευε. Μου λείπει το εγώ μου, ο καλός μου εαύτος. Τον πήρες μέσα σε ένα βράδυ και τον διέλυσες, μου είπες τόσα πολλά για το πως πραγματικά ήταν η ζωή εκεί έξω και για έναν περίεργο λόγο πίστεψα κάθε σου λέξη άνοιξα για πρώτη φορά τα μάτια μου και άρχισα ένα ένα να τα βλέπω. Και τότε... Τότε το κάθε όνειρο, κάθε εσφαλμένη ελπίδα σαν ένα σύννεφο καπνού χάθηκε. Γιατί εσύ μου έμαθες τι είναι πραγματικά ο κόσμος. Να μπορώ να βλέπω μπροστά, να μπορώ να ξέρω τι να περιμένω και να είμαι πάντοτε προετοιμασμένη. Ευχή και κατάρα μαζί ήσουν. Όμως εμένα μου λείπει αυτό το αθώο βλέμμα που κοιτούσε τον κόσμο μέσα από ένα φίλτρο αισιοδοξίας και το πίστευε πως «Μπορεί!». Μου λείπει να μπορώ να ελπίζω και για αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ να σε ερωτευτώ.
 Αντί να με πετάς στα σύννεφα εσύ επέλεξες να με προσγειώσεις στην γή, σε μια ανώμαλη προσεδάφιση. Και το όνειρο έμεινε εκεί ψηλά όπου πλέον δεν το φτάνω. Γιατί το τώρα μου από το τότε μου απέχουν κόσμους πλέον και ο μόνος λόγος είσαι εσύ. Για μια φορά, για πρώτη ίσως φορά, το δάχτυλο της κατηγορίας δεν δείχνει εμένα άλλα εσένα. Εσύ με έκανες να βλέπω όλα εκείνα που ειλικρινά θα ήθελα να εθελοτυφλούσα όμως πιά δεν μπορώ να ξεχάσω.


 Και φτάσαμε στο τέλος. Σαν τέλος απλώς να γράψω τα όσα ήθελα να σου πώ ειλικρινά μα ποτέ δεν μπόρεσα, όμως ούτε το χαρτί τα χωράει, ούτε τα λόγια πλέον είναι αρκετά να εκφράσουν τα όσα σκέφτομαι, μα κυρίως τα όσα νιώθω. Κατάφερες να αναιρέσεις ένα προς ένα κάθετι που όλοι οι άλλοι πίστεψαν ποτέ για εσένα. Σε εμένα μπόρεσες να ξεφύγεις και να με οδηγήσεις σε μέρη μαγικά όπου τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τα διαταράξει. Σε μέρη όπου ο χρόνος και ο χώρος σταμάτησαν και μας προσέφεραν την μεγάλη αυτή χαρά και ευτυχία να ζήσουμε σε αυτό το απόλυτο περιθώριο μεταξύ σκέψεων και στιγμών. Και μέχρι και το εννιά ήσουν παντού σωστός. Μα τότε ήρθε η έβδομη μέρα και ο Θεός ξεκουράστηκε και εμφανίστηκε το δέκα και ήταν το μήλο της Έριδος, ήταν το μήλο στον κήπο της Εδέμ. Και το δάγκωσα και από τον παράδεισο μέσα σε μια στιγμή βρέθηκα κάτω στην γή. Στην απόλυτη επήγεια πραγματικότητα και χωρίς τα όνειρα μου, χωρίς τον Αίολο να μας φυσήξει, καταλήγουμε βάρκες προσεδεμένες στο ίδιο λιμάνι για πάντα, η ακυβέρνητες μέσα σε έναν τεράστιο ωκεανό. Και έτσι μεταξύ στεριάς και τροφής για την θάλασσα βρέθηκε η ελπίδα κρεμασμένη από το κατάρτι σε ένα πλοίο χωρίς καπετάνιο. Το δικό μου πλοίο. Γιατί εν τέλει ήσουν ένας ακόμα πειρατής που το ρήμαξε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Merry Christmas then